τρομώδεες

τρομώδεες
τρομώδης
trembling
masc/fem nom/voc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρομώδης — ες / τρομώδης, ῶδες, ΝΑ [τρόμος] αυτός που εμφανίζει ταχεία παλμική κίνηση, τρεμουλιαστός (α. «τρομώδης φωνή» β. «τρομώδεες... χεῑρες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τρομώδες μουσ. όρος που παλαιότερα ήταν σε χρήση ως συνώνυμο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”